"Όλα είναι δανεικά, δε μας ανήκει τίποτα" - Γιάννης Χαρούλης

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

"Όλα είναι δανεικά, δε μας ανήκει τίποτα"



Όταν ποντάρεις στο μοίρασμα και την επικοινωνία με τους ανθρώπους, λέει ο Γιάννης Χαρούλης, μόνο κέρδος θα έχεις. Αλλά και όταν ταρακουνάς αυτό που έχει παγιώσει μέσα σου.

Είναι ό,τι πιο όμορφο έχω δει σε live τα τελευταία χρόνια. Εξ ου και ήθελα διακαώς να τον γνωρίσω, να κάνω μια κουβέντα μαζί του. Δεν το λες συνέντευξη. Κουβέντα ήταν, σε φιλικό επίπεδο, έστω κι αν μόλις είχαμε γνωριστεί. Με το που αποτυπώνεται, όμως, στο χαρτί αυτή η κουβέντα, συνειδητοποιείς πως, διαβάζοντάς την κάποιος, ενδεχομένως να βρει την αλήθεια στα λόγια του Χαρούλη. Αυτήν που έχει και ο ίδιος. Αυτή με την οποία πορεύεται. Προσωπικά πιστεύω πως πρόκειται για την πιο αξιοπρόσεκτη περίπτωση στο ελληνικό τραγούδι σήμερα. Πιστεύω ακράδαντα πως είναι ένας από τους ανθρώπους που μπορούν άνετα να διαμορφώσουν τον πολιτισμό του τόπου μας και του το είπα. Χαμήλωσε το βλέμμα. Το μόνο που έκανε ήταν να μοιραστεί κι αυτός κάτι μαζί μου. Κάποιους δικούς του στίχους που είχε στο κινητό και που ενδεχομένως στο μέλλον θα γίνουν τραγούδια. Λέει ο ένας: «Ξέρω να μιλώ, μα μ’ εσένα δεν έχω ανάσα, καθώς έκαψες τα μέσα μου μαζί και το οξυγόνο. Κι όπως σε κοιτώ, σαν να μην το χρειάζομαι, σαν να ’χω βράχια και σε ρουφώ σαν θάλασσα. Γι’ αυτό η αλμύρα βγαίνει στα μάτια μου».


Γιάννη, ποιο είναι το κυρίαρχο αίσθημά σου πάνω στη σκηνή;
Ένα κομμάτι αληθινής ζωής είναι και το live. Το όμορφο είναι πως ό,τι συναισθήματα κι αν έχουμε εκείνη την ώρα, επειδή τα βιώνουμε, λογικά εξωτερικεύονται κιόλας, μέσω των τραγουδιών, μέσω των κινήσεων, μέσω της ίδιας της στιγμής.

Έχεις μετρήσει ποτέ, ποιο από τα τραγούδια σου σού προκαλεί την πιο μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και ποιο τη μεγαλύτερη ευφορία;

Μου ’χει τύχει να πω ένα τραγούδι που το ’χω πει άλλες πέντε χιλιάδες φορές, αλλά να είναι τέτοια η στιγμή και να δακρύσω (εσωτερικά πιο πολύ). Και αυτό είναι κάτι μαγικό, που περισσότερο είναι μες στις ψυχές μας και δεν ξέρουμε πώς γίνεται.

Σε σχέση με το λαούτο, τι σε γοητεύει πιο πολύ;

Έτσι όπως το έχω κάνει το καημένο, έχει παίξει από Pink Floyd μέχρι flamenco. Δεν πιστεύω ότι τα όργανα έχουν περιορισμούς. Φτάνει να τα σέβεσαι και να έχεις σε μια πλευρά του μυαλού σου ότι έγιναν δοχεία έτσι ώστε να βγουν μελωδίες. Ή μάλλον, αλήθειες του παρελθόντος και ιστορίες των προγόνων μας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας ήχος δεν θα ταιριάξει κάπου. Απλώς θέλει την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη ενορχήστρωση και τον κατάλληλο σεβασμό. Μπορείς, για παράδειγμα, να βάλεις μια άρπα σε μια metal μπάντα, αλλά πρέπει να σεβαστείς το όργανο. Δεν μπορείς να τη βάλεις να μην ακούγεται, να ’ναι κάτι εντελώς εκτός από τη φύση της. Εγώ βλέπω τη μουσική ως ένα διάλογο. Υπάρχουν κάποιοι συνομιλητές οι οποίοι όντως από τη φύση τους ή από τη γνώση τους είναι δυνατοί. Υπάρχουν κι άλλοι που δεν μιλούν πολύ. Όταν όμως υπάρχει η ευγένεια και κάποιος έχει να πει κάτι πολύ λίγο, το οποίο θα σεβαστεί ο άλλος, σαφώς θα χωρέσει κι αυτός στην παρέα.
Γιατί επέλεξες ως μέσο έκφρασης το λαούτο;

Από την πρώτη στιγμή που έπιασα λαούτο στα χέρια μου, κάτι έγινε. Δεν ξέρω, ίσως να είναι οι ηχητικές του συχνότητες. Μέχρι και τώρα δηλαδή που αρχίζω να εκπληρώνω ένα από τα όνειρά μου, που είναι να μαζέψω όσο περισσότερα όργανα μπορώ, το λαούτο είναι αυτό που μόλις το πιάσω γίνεται ένα με το σώμα μου.

Παίζεις κι άλλα όργανα;

Πνευστά, πιάνο, τσέλο, κιθάρες, λύρες, λαούτα πειραγμένα χωρίς μπερντέδες…

Με ποια κριτήρια φτιάχνεται η σύσταση της μπάντας σου;

Επιλέγοντας ένα μουσικό, του λέω πως αυτό που πρέπει να κρατήσουμε πάνω απ’ όλα, αν ποτέ τελειώσουμε τη συνεργασία, είναι να πίνουμε ένα κρασί, να κουβεντιάζουμε ανθρώπινα και να κρατήσουμε μια επαφή. Τα υπόλοιπα έρχονται. Το φάλτσο φτιάχνει. Αυτό είναι το κριτήριο, τίποτα άλλο.

Εσύ επιλέγεις τους μουσικούς σου; Ξέρουμε ότι ο Πάνος Τόλιος, για παράδειγμα, ήταν στα Ξύλινα Σπαθιά.

Ναι. Όλοι ήταν σε γνωστές μπάντες και συνεργάστηκαν με μεγάλα ονόματα κατά καιρούς, εκτός από τον Κωσταντή (Πιστιόλη) που είναι ο μικρός της παρέας. Εκείνο τον ανακάλυψα στο χωριό του στην Ήπειρο. Είχα πάει για συναυλία και μου είπαν εκεί ότι παίζει πνευστά. Τότε έπαιζε μόνο κλαρίνο και νέυ. Έχει πολλή όρεξη! Όπως και όλα τα παιδιά. Θέλουμε όλοι να αλλάξουμε απ’ αυτό που έχουμε ήδη καθιερώσει μέσα μας. Ο Μιχάλης (Πορφύρης) ο τσελίστας, έχει παίξει από κλασικά σύνολα μέχρι δίπλα σε άλλους γνωστούς καλλιτέχνες, το ίδιο και ο Παύλος (Συνοδινός), τον οποίο άκουσα για πρώτη φορά όταν έπαιζε με τη Νατάσσα Μποφίλιου και τον Απόστολο Ρίζο, δύο ακόμα καταπληκτικές μορφές της γενιάς μου. Έτσι φτιάχτηκε η κιβωτός μας!

Πώς θα αντιδράσεις αν βρεθείς απέναντι σε μισοάδεια μαγαζιά και στάδια;

Πριν από δύο χρόνια παίξαμε σε ένα νησί, στην Ίω. Νταλίκες, μηχανήματα, 20 άτομα προσωπικό, το στήνεις, περιμένεις και έρχονται 80 άτομα… από τα οποία δεν ξέρω καν αν ήταν όλοι με εισιτήρια. Για κάποιο λόγο, ήταν μια από τις πιο ωραίες συναυλίες. Δεν είδα ότι θα έπρεπε να κάνουμε κάτι διαφορετικό επειδή ήταν λίγος ο κόσμος. Απλώς κάποια στιγμή πήγα μπροστά και έπαιξα σκέτα γιατί ακουγόμασταν. Αυτό ήταν το διαφορετικό.

Πιστεύεις ότι η κρίση είναι κάτι που προέκυψε τώρα; Ο Μάλαμας σε μια συνέντευξή του αναρωτιόταν αν ευημερεί μια κοινωνία επειδή έχει ο καθένας ένα πεντοχίλιαρο το μήνα στην τσέπη του και ξοδεύει ασύστολα σε πράγματα που δεν έχουν καμία σημασία για την ίδιά του την ύπαρξη.

Για μένα, μια απλή λέξη είναι. Για να το εξηγήσω θα χρησιμοποιήσω μια πιο μικρή κλίμακα, π.χ. στις συναυλίες μου, κρίση για μένα δεν είναι το να μην έρθει πολύς κόσμος. Κρίση είναι να μην επικοινωνήσουμε και να μη γίνουμε όλοι ένα. «Άμα δεν λιώσουμε μαζί πώς θες να γίνουμ’ ένα;», που λέει και ο Σωκράτης. Αυτό είναι η κρίση και αυτό είναι που με στενοχωρούσε ανέκαθεν. Πόσο δε, όταν είμαι και στη γενιά που πρόλαβα λίγο τα σπίτια ανοικτά στο χωριό. Κι όταν λέω ανοικτά, ανοικτά. Οι άνθρωποι να φεύγουν στα χωράφια και να ’ναι ανοικτό το σπίτι. Εμείς, πιτσιρικάδες, να ανοίγουμε την πόρτα, να μπαίνουμε για να πιούμε νερό και να φεύγουμε, από οποιοδήποτε σπίτι. Ξαφνικά, εκεί όπου οι γιαγιάδες μαζεύονταν για να σπάσουν αμύγδαλα και να συζητήσουν για το οτιδήποτε αφορούσε το χωριό, καλό ή κακό, άρχισαν να συζητούν για τα σίριαλ. Ίσως να υπάρχουν ακόμα παππούδες που λένε «τον κερατά, το σκότωσε το κορίτσι» και να νιώθουν και μίσος. Σε όλη αυτή την αλλαγή, δεν κρατήσαμε κανένα μέτρο. Με το που μας δόθηκε, θέλαμε να το φάμε όλο. Υπάρχει μια εντύπωση ότι ο καθένας μπορεί να τα ’χει όλα και σε μεγάλες ποσότητες.

Ποιες είναι οι μουσικές αναφορές σου;

Αρχικά, μόνο τα παραδοσιακά Κρητικά. Από τα ριζίτικα των Χανιών, μέχρι τις στειακές κοντυλιές. Αυτά που έπαιζα στα πανηγύρια. Μετά, στην εφηβεία, συνάντησα εκεί στα 17-18 και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, μέσω μιας κασέτας, την ίδια εποχή και τον Άσιμο και τις Τρύπες, ενώ αργότερα, αφού ανέβηκα στην Αθήνα, ανακάλυψα και τον Χατζιδάκι! Η συνεργασία, ας πούμε, που έκανα με τον Θανάση, είναι για μένα ένα όνειρο που εκπληρώθηκε. Όπως και η συνεργασία με τον Ξαρχάκο, αλλά και η τωρινή με τον Νίκο Μαμαγκάκη ο οποίος είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον πολιτισμό.

Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη συνεργασία με τον Θανάση;
Όταν συναντηθήκαμε κάποτε μετά από μια συναυλία του, του είπα ότι ακούγοντας την κασέτα του έπαθα πλάκα με όλα τα τραγούδια και πως αυτό που μου είχε κολλήσει περισσότερο ήταν το «Μάσκα δεν έχω να γυρνώ». Αν σ’ αρέσει, μου λέει, πάρ’ το και βάλτο σε κάνα δίσκο σου. Αυτό που μου έκανε εντύπωση μαζί του είναι πως όταν το ετοιμάσαμε και τον πήρα τηλέφωνο ζητώντας του να το στείλω για να μου πει αν του αρέσει, μου λέει «εγώ το τραγούδι το έγραψα, τώρα άμα δεν το πεις εσύ καλά, εσύ θα γίνεις ρεζίλι». Καθαρότητα ανθρώπου που σπανίζει. Αφού κάναμε στον «Χειμωνανθό» αυτή τη συνεργασία και αφού είχαμε ξεκινήσει να ψιλοκάνουμε παρέα, με κάλεσε μια φορά στο σπίτι του στη Λάρισα και μου είπε να ακούσω κάποια τραγούδια. Μου είχε δώσει 20-25 τραγούδια για να επιλέξω…

Οπότε, ενδεχομένως να υπάρχει υλικό και για έναν ακόμα δίσκο;

Το ότι ο Θανάσης έχει πολλά τραγούδια και ωραία, αυτό είναι αλήθεια.

Γιατί δώσατε αυτό το όνομα στο δίσκο; Η μαγγανεία δεν είναι είδος μαγείας;

Έχει να κάνει και με το ότι τα πιο πολλά τραγούδια είναι ιστορίες οι οποίες δένονται μεταξύ τους με μαγικό τρόπο. «Η πέρδικα», «Ο ακίνητος», «Το σκουλαρίκι», «Ο Ραμόν».

Το καλύτερο σχόλιο που έχεις λάβει;

Το πιο μεγάλο άγχος μου δεν ήταν να αρέσει στον κόσμο, αλλά στον Θανάση.

Εκφράστηκε;


Ναι, βέβαια. Δεν είναι άνθρωπος που κάνει εκπτώσεις. Σε κάτι που δεν του αρέσει, θα το πει. Δεν θα σου επιβληθεί, θα σου πει όμως όταν κάτι δεν του αρέσει.

Θα επιχειρούσες να κάνεις ένα δίσκο με δικές σου συνθέσεις;

Θα το κάνω κάποια στιγμή. Μαζεύω τραγούδια… Προς το παρόν δουλεύω το δίσκο με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Ένα δύσκολο έργο το οποίο μελετώ εδώ και δύο χρόνια. Ο δίσκος αυτός θα βγει μέσα στη χρονιά.

Διαφοροποιείται από ό,τι έχεις κάνει ως τώρα;

Τελείως. Έχει αυτό το στυλ του Μαμαγκάκη ο οποίος έχει από μόνος του μια παράδοση. Οι στίχοι είναι από κάποιους Κρητικούς ποιητές που τους έχω για τέρατα της ποίησης, όπως ο Κώστας ο Φραγκούλης, ένας άνθρωπος που δεν είναι ευρύτερα γνωστός, αλλά είμαι σίγουρος πως θα γίνει. Όπως λέει και ο Μαμαγκάκης, «Εμένα η δουλειά μου δεν είναι να διαφημίζω το έργο μου, αυτό ας το κάνουν άλλοι όταν θα έρθει η ώρα και αν και όποτε. Εμένα η δουλειά μου είναι να δημιουργώ».

Η σχέση σου με το στίχο;

Γράφω. Δεν γράφω πάρα πολύ με ρίμα, αλλά συνέχεια όλο και κάτι γράφω. Για κάποιο λόγο μου έβγαινε πάρα πολύ να γράψω όταν οδηγούσα, μάλλον επειδή χαλάρωνα. Είχα πολλά στο κινητό αλλά δυστυχώς τα έσβησα όλα κατά λάθος.

Στενοχωρήθηκες;

Πάρα πολύ. Όχι πως ήταν τραγούδια που θα βγάλω, αλλά ήταν κομμάτια και πράγματα που θα ήθελα να τα έχω, γιατί θα μου θύμιζαν πράγματα που ένιωσα τη δεδομένη στιγμή που τα έγραφα.

Τι επιδιώκεις να κερδίσεις από κάθε σου συνεργασία;

Πρέπει να καταφέρνουμε να ταρακουνούμε αυτό που έχει παγιώσει μέσα μας. Να πηγαίνει πίσω, μπρος, λάθος, σωστά, στραβά, δεν ξέρω… αλλά να πηγαίνει κάπου. Σαφώς, με όχημα πάντα την επικοινωνία.

Ποιοι είναι οι σπουδαιότεροι άνθρωποι με τους οποίους έχεις συναναστραφεί;

Πολλοί. Και όλοι ήταν σχολεία. Φτάνει να σκεφτώ πώς ήμουν πριν τους συναντήσω και πώς έγινα. Και ο Θανάσης και ο Ξαρχάκος, και ο Μίλτος και η Μελίνα η Κανά και ο Τσιαμούλης, ο Μάνος ο Ξυδούς που του χρωστώ τον «Χειμωνανθό» και φυσικά, ο Χρήστος ο Θηβαίος, είναι κομμάτια που τα θυμάμαι ξανά και ξανά. Θυμάμαι ας πούμε τον Ξυδούς, έναν άνθρωπο που είχε γευτεί όλη αυτή την επιτυχία με τους Πυξ Λαξ και παρ’ όλα αυτά έλεγε «το κεφάλι χαμηλά».

Βρήκα πολύ συγκινητικό που παρομοίασες τον Θανάση με έναν άνθρωπο που θα κάνει τη δουλειά του το πρωί, θα πλύνει τα χέρια του και θα καθίσει να φάει στο τραπέζι με καθαρή ψυχή και βλέμμα.

Φαντάζομαι πως και ο Θανάσης έχει περάσει ζόρικα. Κι αυτό το ζόρι είναι νομίζω που σε κάνει να σέβεσαι τα απλά πράγματα. Μέσω αυτής της λειτουργίας είναι που αυτοκαθαρίζεται η ψυχή και που καθαρίζει τελικά και το βλέμμα σου. Το να μην έχεις και να εξακολουθείς να μη θες, όπως επίσης και να σέβεσαι αυτά που έχεις. Δεν είναι εύκολο αλλά όταν συμβαίνει, τότε είναι που ηρεμεί η ψυχή.

Υπάρχουν σοφοί-πνευματικοί άνθρωποι στις μέρες μας και αν ναι, πού βρίσκονται;

Σίγουρα ένας από τους τελευταίους έφυγε φέτος και είναι ο Χρόνης ο Μίσσιος. Είναι ο άνθρωπος που στη φετινή περιοδεία τού αφιερώσαμε τους «Αγίους», ένα τραγούδι του Θανάση σε μουσική Μανώλη Πάππου, το οποίο θεωρώ μεγάλη στιγμή για τη δική μου την πορεία. Ένα τραγούδι που μιλά για κάποιους Αγίους που έπεσαν στη φωτιά για να ’χει τ’ όνειρο φωτιά για να κουρνιάζει. Το σύστημα για κάποιο λόγο φοβάται και δεν μας τους μολογά. Τον Μίσσιο τον είχα ακούσει σε μια συνέντευξή του να μιλά και να λέει πως στα 17 του τον έβαλαν σε ένα τζιπ και τον έπαιρναν σε εκτελεστικό απόσπασμα. Από το παραθυράκι έβλεπε τον κόσμο στη Θεσσαλονίκη, στην κανονική του ροή, με τα ψώνια και τις τσάντες. Και τότε του λέει ο φρουρός που ήταν μαζί του. «Βλέπεις ρε μαλάκα. Εσύ 17 χρονών πας στο απόσπασμα, αυτοί πίνουν τα καφεδάκια τους, κάνουν τα ψώνια τους και δεν θα σε μάθουν ποτέ. Γιατί πας να σκοτωθείς γι’ αυτούς;». «Έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολλά για να καταλάβω πόσο μοναχικός και πόσο μοναδικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη», λέει ο ίδιος. Όλοι οφείλουμε στους εαυτούς μας να τους ψάξουμε αυτούς τους ανθρώπους.

Ίσως κάποιοι τους θεωρούν τρελούς ή επικίνδυνους.

Παλιά τους θεωρούσαν τρελούς, σε μια άλλη εποχή τους έκαιγαν, τους παλουκώναμε. Απλώς τώρα δεν τους καίνε.

Προσωπικά πιστεύω πως κι εσύ είσαι ένας από τους ανθρώπους που μπορούν να διαμορφώσουν τον πολιτισμό του τόπου μας.

Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και προκύπτει. Δεν έχει να κάνει ούτε με όνειρα ούτε με στόχους, αλλά μόνο με πράξεις. Με παρελθόν. Δεν έχει να κάνει με μέλλον. Το μέλλον είναι άγραφο.

Ποιοι άλλοι ομότεχνοί σου έχουν αυτή τη δίψα, τη γνώση και το μεράκι για να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση;

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που βοηθούν απ’ το δικό τους μετερίζι και με τη δική τους στάση.

Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Αλκίνοος;

Τον αγαπώ πάρα πολύ τον Αλκίνοο. Είναι ένας άνθρωπος που έχει κρατήσει μόνο την ομορφιά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Κι αυτό θέλει προσπάθεια. Δεν έχουμε φίλτρα, όπως οι μηχανές, για να τ’ αλλάζουμε. Είναι κάποια πράγματα μέσα μας από τα οποία επιλέγουμε τι θα κρατήσουμε για να τα προσφέρουμε και στους επόμενους. Ευτυχώς ως άνθρωποι έχουμε και το ένστικτο. Μακάρι ο κόσμος κάποια στιγμή να αφεθεί πιο πολύ στο ένστικτό του και όχι στο τι λέει ο άλλος, τι ακούει, τι διαβάζει. Ο Αλκίνοος ήταν ένας από τους ανθρώπους που πρωτοάκουσα φεύγοντας από την Κρήτη το 2002. Ελπίζω, κάτι να κάνουμε τα δυο μας τα λαούτα κάποια στιγμή. Όχι ότι απαραίτητα θα μας συνδέσει μόνο αυτό, αλλά είναι μια βάση για τον καθένα μας. Θα ’θελα, επίσης, κάποια στιγμή να ’λεγα κι εγώ κάποιο κυπριακό τραγούδι.

Τι κρατάς ως το πολυτιμότερο φυλακτό από τη ζωή στο χωριό;

Ένα είναι η εικόνα που σου περιέγραψα πριν, με τα ανοικτά σπίτια, και το άλλο είναι η επαφή με τη φύση, αφού το DNA μας είναι φτιαγμένο από τα υλικά της. Κάποιοι νιώθουν ντροπή να μιλούν με ‘λ’ και με ‘ν’. Ή να πάνε σε ένα πανηγύρι και να αρχίσουν να χορεύουν παραδοσιακά. Εγώ ήμουν βοσκός, το συνεχίζω ακόμα και σήμερα και πραγματικά είναι από τα πράγματα που έχω να υπερηφανευτώ σχεδόν πιο πολύ απ’ όλα. Δεν μπορείς να αφήνεις το πίσω. Αυτό που σε γέννησε. Αλλιώς τι θα γεννήσεις εσύ; Θα γεννήσεις κάτι μετέωρο, αν κι εσύ είσαι μετέωρος. Δεν μπορούμε να σκεπάζουμε τα ήθη και τα έθιμά μας. Είναι σαν μια πολυεθνική που πάει και ρίχνει μπετόν και κτίζει κατάστημα πάνω από τον τάφο του παππού και της γιαγιάς μας.

Είναι στιγμές που έχεις απογοητευτεί στη μέχρι τώρα πορεία σου;

Πολλές φορές. Κυρίως όταν πρωτοανέβηκα στην Αθήνα και πρωτοαντίκρισα την αποξένωση των ανθρώπων. Παλιά έβλεπα κάποιον στο δρόμο και γινόμουν άνω-κάτω για μέρες. Ενίοτε όμως απογοητεύομαι και από τον ίδιο μου τον εαυτό, όταν συνειδητοποιώ ότι χάνω το σεβασμό ως προ τα δώρα που μου έχουν έρθει. Και τότε προσπαθώ να ανταπεξέλθω έτσι ώστε να τα χαρίσω κι εγώ με τη σειρά μου κάπου, αφού όλα είναι δανεικά, δεν μας ανήκει τίποτα.

Ποια τα όνειρά σου σε σχέση με την τέχνη σου;

Δεν τα βλέπω σαν όνειρα, γιατί όταν πραγματοποιούνται απογοητεύομαι. Τι να πω, έκανα δίσκο με τον Θανάση και πάει κι αυτό; Τα βλέπω σαν ένα φάρο που ενδεχομένως θα με προστατέψει από κάποια τρικυμία αργότερα. Όταν τα βλέπω έτσι τα πράγματα, και συνήθως έτσι τα βλέπω, τότε είναι που βλέπω και τη ζωή να κυλά πιο ωραία, να ρέει πιο ήσυχα. Δεν είναι ένας στόχος κάθε φορά, δεν είναι ένας δίσκος. Ένας δίσκος για να βγει θέλει ομάδα ανθρώπων, θέλει μοίρασμα. Αυτό το μοίρασμα είναι που αξίζει και η επικοινωνία με τους ανθρώπους. Αν μη τι άλλο, ως ανθρώπους μας παρηγορεί λίγο το να ’χουμε κι άλλους ανθρώπους γύρω μας που να επικοινωνούμε.


Πηγή: City Free Press